- αλουμέλ
- Κράμα νικελίου, αργιλίου και μαγγανίου που χρησιμοποιείται στην κατασκευή θερμοηλεκτρικών στοιχείων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… … Dictionary of Greek